Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Γκότχολντ Εφραίμ Λέσσινγκ, "Η ιστορία του δαχτυλιδιού"

 Γκότχολτ Εφραίμ Λέσσινγκ, 
1729 - 1781
Ο Γκότχολντ Εφραίμ Λέσσινγκ, γιος διαμαρτυρόμενου πάστορα, γεννήθηκε το 1729 στο Κόμεντς της Σαξονίας, πρώτος από τα δώδεκα αδέλφια του και η οικογένειά του τον προόριζε για ιερέα. Το 1746 άρχισε να σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας Θεολογία και Ιατρική, αλλά για μεγάλη απογοήτευση της οικογένειάς του αφιέρωσε τη ζωή του στη λογοτεχνία. Το 1748 πήγε στο Βερολίνο και γρήγορα άρχισε να κερδίζει τη ζωή του γράφοντας και μεταφράζοντας. Ήταν ο πρώτος γερμανός συγγραφέας που έζησε από την πέννα του - εργάστηκε ως κριτικός στην Berlinische privilegierte Zeitung (Προνομιούχος εφημερίδα του Βερολίνου) και ίδρυσε το πρώτο θεατρικό περιοδικό : Beitrage zur Historie und Aufnahme des Theaters (Άρθρα για την ιστορία και την αποδοχή του θεάτρου).

Γνωστός ως δραματουργός έγινε το 1755 με τη "Σάρα Σάμσον", την πρώτη αξιόλογη γερμανική αστική τραγωδία. Το 1757 άρχισε να εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό Briefe die neuste Literatur betreffend (Επιστολές που αφορούν τη σύγχρονη λογοτεχνία), το πρώτο ανεξάρτητο περιοδικό της γερμανικής γραμματείας. Επειδή οι ελπίδες του να γίνει Βασιλικός Βιβλιοθηκάριος στο Βερολίνο ήταν ελάχιστες, μετακόμισε στο Αμβούργο και συνέβαλε εκεί στην ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου. Το εγχείρημα απέτυχε, αλλά ο Λέσσινγκ δημοσίευσε τις κριτικές από τις παραστάσεις με τον τίτλο "Hamburgishe Dramaturgie" (1767-1769).
Από το 1770 ως το θάνατό του ο Λέσσινγκ ήταν βιβλιοθηκάριος του Δούκα του Μπράουνσβαϊχ. Το 1776 παντρεύτηκε την Εύα Κένιχ, τη χήρα ενός φίλου του. Ταξίδεψε με τον πρίγκιπα Λεοπόλδο για ένα χρόνο στην Ιταλία. Τον Ιανουάριο του 1778 η γυναίκα του πέθανε στη γέννα του γιου τους, που έζησε μόνο δύο ημέρες. Ο Λέσσινγκ έμεινε μόνος να φροντίζει τα τέσσερα παιδιά της, προσπαθώντας να είναι ένας καλός πατέρας. "Ο Σοφός Νάθαν" που γράφτηκε εκείνη την εποχή, ανέβηκε το Πάσχα του 1778.
Το 1780 δημοσίευσε μια σειρά από φυλλάδια θρησκευτικού περιεχομένου και ήρθε σε σύγκρουση με τις εκκλησιαστικές αρχές. Στην "Ανατροφή του ανθρωπίνου γένους" συνέδεσε την εξέλιξη της θρησκευτικής σκέψης με τρία διαφορετικά στάδια του ανθρώπινου γένους. Τα κείμενά του περνούσαν από λογοκρισία και έπρεπε πάντα να τα υποβάλλει στον Δούκα για έγκριση. Παρ' όλα αυτά, του πρότειναν να γίνει μέλος της Ακαδημίας του Μάνχαϊμ και ήταν επίσης σύμβουλος του Θεάτρου του Μάνχαϊμ. Όταν άρχισε να αδυνατίζει η όρασή του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις λογοτεχνικές δραστηριότητές του και την εργασία του ως βιβλιοθηκάριος.Ο Λέσσινγκ πέθανε στο Μπράουνσβαιχ στις 15 Φεβρουαρίου 1781, ύστερα από εγκεφαλικό.
Τα κυριότερα έργα του:
- "Ο νεαρός σοφός" (1747)
- "Σάρα Σάμσον" (1755)
- "Μίννα φον Μπάρχελμ" (1763)
- "Εμίλια Γκαλόττι" (1772)
- "Ο σοφός Νάθαν" (1779)
Πηγή: www.biblionet.gr/
 Ορολογία
  • Αλληγορία: 1. μεταφορική έκφραση, συχνά και ολόκληρο ποιητικό ή πεζό κείμενο, που κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φαίνεται ότι δηλώνει: Στην «Aποκάλυψη» του Ευαγγελιστή Iωάννη υπάρχουν πολλές αλληγορίες. Ο λαϊκός μύθος είναι μια ~. 2. ανάλογη παράσταση σε εικαστικό έργο: Πολλά από τα έργα του N. Γύζη είναι αλληγορίες. 3. (επέκτ., προφ., συνήθ. πληθ.) αοριστολογία, περίπλοκη και ασαφής έκφραση: Mη μιλάς με αλληγορίες, λέγε καθαρά τι εννοείς. [πηγή: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα] .
  • Ανεξιθρησκία: η αναγνώριση της ελευθερίας της θρησκευτικής πίστης και της ισοτιμίας των θρησκειών απέναντι στο νόμο: Tο σύνταγμα του 1827 δεν καθιέρωνε απλώς τη θρησκευτική ανοχή αλλά την πλήρη ~. [πηγή: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα].
Επισκεφθείτε τις παρακάτω ιστοσελίδες
  Παράλληλα Κείμενα

Πώς αποτυπώνεται το θρησκευτικό βίωμα στα παρακάτω κείμενα; Να περιγράψετε τη δική σας εμπειρία από την επαφή σας με ανθρώπους και λατρευτικούς χώρους που ανήκουν σε διαφορετικό από το δικό σας θρήσκευμα.

1. Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη
25 Κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού και, για να τον φέρει σε δύσκολη θέση, τον ρώτησε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;»
26 Κι ο Ιησούς του είπε: «Ο Νόμος τι γράφει;»
27 Εκείνος απάντησε: «Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου, με όλη τη δύναμή σου και με όλον τον νου σου · και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου».
28 «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς· «αυτό κάνε και θα ζήσεις».
29 Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;»
30 Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν κι έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο.
31 Έτυχε να κατεβαίνει από κείνον τον δρόμο και κάποιος ιερέας, ο οποίος, παρ' όλο που τον είδε, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία.
32 Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από κείνο το μέρος· κι αυτός, παρ' όλο που τον είδε, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία.
33 Κάποιος όμως Σαμαρείτης, που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε.
34 Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί6 και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι' αυτόν.
35 Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: Φρόντισέ τον, και ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω».
36 Ποιος λοιπόν από αυτούς τους τρεις, κατά τη γνώμη σου, έγινε «πλησίον» εκείνου που έπεσε στους ληστές;»
37 Κι εκείνος απάντησε: «Αυτός που έμπρακτα έδειξε ευσπλαχνία». Τότε ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, και να κάνεις και σύ το ίδιο».

2. Γιασίν Μεχμέτ, Οι Συμπατριώτες μου

Ο ένας ήταν μουσουλμάνος
Ο άλλος ήταν χριστιανός
Κι' οι δυο τους
κάθε πρωί αντικρίζανε τον ήλιο
στην ίδια θέση.
Ο ένας τρώει ελληνικά
Ο άλλος τούρκικα
Κι' οι δυο τους
σκληρά δουλεύουν και κοιμούνται
μ' άδειο στομάχι
όχι σαν μουσουλμάνοι
μήτε σαν χριστιανοί
Σαν πεινασμένοι.
Καλούν τον Θεό τους σε μια γλώσσα
που δεν μοιάζει μ' ελληνικά
ούτε με τουρκικά
Με γλώσσα μοιάζει νηστικών που λαχταρούν
κάτι τ' αγαπημένο
Λίγο Ψωμί και λίγη Ειρήνη
Ο ένας ήταν μουσουλμάνος
Ο άλλος ήταν χριστιανός.

[πηγή: Υποστήριξη Δημόσιων Σχολείων, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου <http://www.schools.ac.cy>]

3. Έλσα Χίου, Ο Νορντίν στην εκκλησιά

Tην άλλη μέρα ξυπνήσανε κι ήταν κεφάτοι. Ήτανε Κυριακή και διπλόσκολο. 21 Μαΐου, Κωνσταντίνου και Ελένης, γιόρταζε ο πατέρας. Εκτός από τη νενέ, που δεν την αφήνανε τα ποδάρια της, όλοι οι άλλοι ετοιμάζονταν για την εκκλησιά. Η μαμά είχε φτιάξει άρτο και τον πήγε στην εκκλησιά αποβραδίς μέσα στο πανέρι με την ολοκέντητη πετσέτα. Τον ζύμωσε μόνη της με ζάχαρη, κανέλα και μαστίχα. Μοσκομύρισε το σπίτι σαν τον έφερε από το φούρνο ροδοκόκκινο και πασπαλισμένο με σουσάμι.
Ο Νορντίν δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε. Οι γιορτινές καμπάνες τον τρομάξανε. Ο Αργύρης ήθελε να τον πάρουν μαζί τους στην εκκλησιά, επέμενε, αλλά ο πατέρας ήταν σκεφτικός.
– Δεν ξέρω, είπε, αν πρέπει να τον πάρουμε, έχει άλλη πίστη. Κι ίσως κακοφανεί και του πατέρα του, του Μουσταφά.
Ο Νορντίν, άμα του εξήγησε η νενέ, είπε κι εκείνος πως κάτι τέτοιο, να πάει δηλαδή σε χριστιανική εκκλησιά την ώρα της λειτουργίας, μπορεί και να εξόργιζε τον πατέρα του. Αλλά ο ίδιος ήθελε πολύ να δει τι κάνουν οι χριστιανοί στις εκκλησιές τους και πώς προσκυνούν το δικό τους Αλλάχ. Δε θα ’λεγε τίποτα στον πατέρα του. Θα το κρατούσε μυστικό. Και θα ’ταν το μοναδικό τουρκάκι στον τόπο του που πάτησε σε χριστιανική εκκλησιά να λειτουργηθεί!
Τι το ’θελαν όμως να πάρουν τον Νορντίν στην εκκλησιά;
Δεν ήταν μόνο που σαν έφτασαν έβγαλε τα παπούτσια του και τα άφησε πίσω από την πόρτα, αλλά πήρε και το χαλάκι που σκούπιζε ο κόσμος τα πόδια του, το ’βαλε μες στη μέση κι έπεσε γονατιστός μπρούμυτα. Κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι, χτυπούσε τις παλάμες του στο μωσαϊκό και ξανάπεφτε με το κούτελο ν’ αγγίζει το πάτωμα. Οι γυναίκες άρχισαν να ψουψουρίζουν κι η εκκλησάρισσα πήγε και τον σήκωσε. Η μαμά τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε σ’ ένα στασίδι. Μα ούτε κι εκεί κάθισε πάνω από πέντε λεπτά. Κατέβηκε και πήγε ίσα στο δεσποτικό. Κάθισε στο θρόνο του δεσπότη κι άπλωσε τα χέρια του στα σκαλιστά μπράτσα του, σαν να ’ταν ο Μέγας Βεζίρης των τζαμιών και των ναών της Ανατολής. Από κει τον τράβηξε γρήγορα γρήγορα ο πατέρας και τον πήρε κοντά του στο ψαλτήρι. Τον κρατούσε απ’ το μανίκι και, μόλις έκανε να φύγει, τον τραβούσε, κι ο Νορντίν ησύχαζε.
Ο Αργύρης, ντυμένος διακάκι, ήτανε στο ιερό. Έβγαζε πότε πότε το κεφάλι του από τη μικρή πύλη και παρακολουθούσε με ανησυχία, αλλά και με ευθυμία, τα καμώματα του Νορντίν.
Το επεισόδιο έγινε όταν ήταν να διαβάσει ο παπάς το ευαγγέλιο και ο Αργύρης βγήκε κρατώντας το μικρό μανουάλι. Ο Νορντίν, ποιος ξέρει πώς του φάνηκε, ξέφυγε από το χέρι του πατέρα κι έτρεξε σαν σίφουνας να πάρει από τα χέρια του Αργύρη το μανουάλι. Έγινε μια μικροβαβούρα και τότε επενέβη ο επίτροπος. Έπιασε τον Νορντίν, τον τράβηξε και, μαζί με τον πατέρα, τον έβγαλε έξω. Έξω εκεί, με χαμηλή και νευριασμένη φωνή, έψαλε τον αναβαλλόμενο στον πατέρα και τον Αργύρη, που κουβάλησαν στην εκκλησιά ένα άγνωστο τρελόπαιδο. Πού να ’ξερε ο επίτροπος πως το τρελόπαιδο αυτό ήταν ένα τουρκάκι που δεν ήξερε πως, όταν ένα αγόρι είναι ντυμένο διακάκι, δεν παίζει, αλλά παίρνει μέρος στη θεία λειτουργία!
Ο Νορντίν εντυπωσιάστηκε απ’ την εκκλησιά του χριστιανού Αλλάχ. Όλο το μεσημέρι τα κουβέντιαζε με τη νενέ. Δεν μπορούσε να χωνέψει γιατί οι χριστιανοί κάνουν τέτοιες ζωγραφιές. Και τι άσκημοι γέροι με μακριές γενειάδες ήταν αυτοί στους τοίχους! Και ποιοι ήταν εκείνοι οι καβαλάρηδες, ο ένας με τ’ άσπρο άλογο, που είχε χώσει το κοντάρι του στην καρδιά ενός αγριάνθρωπου, κι ο άλλος με το μαύρο άλογο, που καρφώνει ένα δράκο; Και γιατί τόσες μωρομάνες με τα μωρά στην αγκαλιά και μια μάλιστα απ’ αυτές να το βυζαίνει κιόλας; Άσε την άλλη που είχε τρία χέρια, και την άλλη, χωρίς μωρό στην αγκαλιά, που φορούσε μαντίλα μαύρη κι έμοιαζε με χανούμ χωρίς φερετζέ! Κι εκείνος ψηλά ψηλά τι έκανε και τον κάρφωσαν σε δυο ξύλα με ανοιχτά χέρια, και στο στήθος είχε μια λαβωματιά και στο κεφάλι φορούσε στεφάνι από αγκάθια; Και γιατί τους ανάβανε κεριά και τους φιλούσαν στις πληγές τους, στα πόδια τους, και τις μωρομάνες στο μάγουλο;
Ζαλίστηκε η νενέ με τις τόσες ερωτήσεις. Μάταια προσπαθούσε να εξηγήσει στον Νορντίν πως οι ζωγραφιές απεικονίζουν τις μορφές των αγίων της πίστης μας και πως μ’ αυτές επικοινωνούμε με το πνεύμα τους στον Ουρανό. Οι εικόνες είναι οι γέφυρες που ενώνουν τη σκέψη των απλών ανθρώπων με το αθάνατο πνεύμα της άγιας μορφής. Πώς αλλιώς να χωρέσει το φτωχό μυαλό του ανθρώπου το Θεό του, αν δεν τον στήσει απέναντί του, να τον βλέπει, να τον αγγίζει και να τον παρακαλεί κοιτάζοντάς τον όρθιος και κατά πρόσωπο;
Πολλά του ’πε η νενέ τού Νορντίν για τους αγίους και την Παναγία που κρατά το Χριστό και σκεπάζει όλα τα παιδιά του κόσμου, ακόμα και τα τουρκάκια.
Ο Νορντίν άλλα κατάλαβε, άλλα όχι. Του άρεσε πολύ όμως η ιστορία της παρθένας Μαρίας, που σαν μητέρα του κόσμου προστατεύει όλα τα παιδάκια, όπου κι αν ζούνε.

4. Ειρήνη Μαρρά, Τα Χριστούγεννα του Τα Κι Κο 


image286 Τα Κι Κο ήταν ένα Κινεζάκι με χρυσαφένιο δέρμα και σκιστά ολόμαυρα μάτια. Ο μόνος του μπελάς ήταν τα μαλλιά του. Ίσια σαν πρόκες δε στεκόντουσαν ποτέ σε μια μεριά κι όλο τα έβρεχε και τα χτένιζε. Γιατί στον Τα Κι Κο άρεσε πολύ να είναι περιποιημένος.
Ο αξιότιμος πατέρας του κι η αξιαγάπητη μητέρα του ένα πρωί του ανήγγειλαν πως σύντομα θα ταξίδευαν στην Ευρώπη.
—  Αυτήν την εποχή, του είπαν, γιορτάζουν μια μεγάλη γιορτή. Τη γέννηση του Χριστού. Θα πάμε να περάσουμε αυτές τις μέρες εκεί με φίλους που είχαν την ευγενική διάθεση να μας καλέσουν.
Ο ευγενικός Τα Κι Κο ευχαρίστησε τους γονείς του με μια βαθιά υπόκλιση. Μέσα του όμως ένιωθε πολύ πολύ λυπημένος. Δεν ήθελε να ταξιδέψει στην Ευρώπη.
Ο φίλος του Τε Κουέν είχε σκαλίσει με το σουγιά του ένα ξυλοπέδιλο κι ο Τα Κι Κο είχε υποσχεθεί να του το βάψει. Κι ο Λη με την αδελφή του Τη Σουαίην θα τον έπαιρναν μαζί τους στο ποτάμι, να του δείξουν ένα πέρασμα με πολλά ψάρια. Καλύτερα, λοιπόν, να έμενε μαζί τους στην Κίνα παρά να ταξιδέψει στην Ευρώπη για να γιορτάσει τα γενέθλια ενός κυρίου, που στο κάτω κάτω ούτε που τον γνώριζε.
Θυμάται που στα δικά του γενέθλια ο αξιότιμος πατέρας του έκανε δώρο στην αξιολάτρευτη μητέρα του μια πολύχρωμη βεντάλια από μεταξωτό ζωγραφισμένο πουλί. Κι η μαμά χαμογέλασε με το πιο όμορφο της χαμόγελο. Κι ο Τα Κι Κο ένιωσε πολύ ευτυχισμένος.
Οι μέρες κύλησαν γρήγορα. Οι φίλοι του προσπάθησαν να κρύψουν τη στεναχώρια τους, κι ο Τα Κι Κο προσπάθησε να κρύψει τη δικιά του. Ήρθε η μέρα.
Μουτρωμένος ανέβηκε στη σκάλα του αεροπλάνου. Μόλις όμως άρχισαν να δουλεύουν οι κινητήρες, όλα ξεχάστηκαν. Κι όταν το αεροπλάνο άρχισε να τρέχει στα σύννεφα, βιδώνοντας με δύναμη τους έλικές του στον αέρα, τότε τα μαύρα μάτια του ξαστέρωσαν για τα καλά. Ήταν τόσο όμορφα να ταξιδεύεις στον ουρανό, μέσα στη ζεστή κοιλιά ενός μεγάλου πουλιού.
Φτάνοντας στο σπίτι των φίλων τους, ο πατέρας τον σύστησε στον κύριο και την κυρία του σπιτιού. Όμως κανέναν από τους δυο δεν έλεγαν Χριστό.
—  Φαίνεται, λείπει από το σπίτι αυτή τη στιγμή, σκέφτηκε ο Τα Κι Κο. Ίσως έρθει αργότερα.
Όμως δεν ήρθε. Κι ενώ ετοίμαζαν τη γιορτή του, ο αξιότιμος κύριος Χριστός δε φαινόταν πουθενά· όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο άναβε η περιέργειά του. Στο τέλος δεν κρατήθηκε. Πήγε και βρήκε την ευγενική κυρία του σπιτιού, έκανε μια βαθιά υπόκλιση και τη ρώτησε ποιος είναι τέλος πάντων ο κύριος Χριστός που γιορτάζει.
Η κυρία γέλασε:
—  Γιατί τον λες «κύριο»; Ρώτησε.
—  Πώς να τον πω;
—  Μονάχα... Χριστό.
—  Γιατί; Δε θέλει να τον λένε κύριο;
—  Μα... είναι Θεός.
Ο Τα Κι Κο έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Κοιτούσε την κυρία σαστισμένος κι εκείνη τότε του είπε γελώντας.
—  Φαίνεται πως δεν τον γνωρίζεις καθόλου. Στάσου να σου τον δείξω.
Έφυγε και σε λίγο ξαναγύρισε. Του έφερε μια ζωγραφισμένη φωτογραφία και του έδειξε ένα μωρό στην αγκαλιά της μητέρας του.
—  Να, αυτός είναι ο Χριστός, του είπε δείχνοντάς του το μωρό.
Ο Τα Κι Κο έμεινε με τη ζωγραφισμένη φωτογραφία στο χέρι. «Θεός», λέει. Μα ο Θεός είναι δράκος κι αυτό το μωρό δεν είχε ούτε ουρά ούτε μεγάλα ρουθούνια.
«Το μωρό της εξαδέρφης μου είναι πιο ωραίο. Έχει χρυσαφένιο δέρμα και σκιστά ματάκια», σκέφτηκε, μα δεν είπε τίποτα, κρύβοντας τη ζωγραφιά κάτω απ' το μαξιλάρι του.
Το βράδυ που θα γιόρταζαν τα γενέθλια αυτού του μωρού ήρθε. Όλη μέρα ετοίμαζαν, με φασαρία και πηγαινέλα. Και το βράδυ ανάψανε πάρα πολλά φώτα και ακουγόταν και παράξενη μουσική. Ήρθαν πολλοί στο σπίτι, πάρα πολλοί, με σκούρα ρούχα κι αστραφτερά χρυσαφικά, με πολλές μυρωδιές και χρώματα στο πρόσωπο τους. Όμως ήταν όλοι μεγάλοι. Δεν ήρθαν καθόλου παιδιά.
Κινέζικος δράκος
Ο Τα Κι Κο έμεινε στο σαλόνι μαζί με τους μεγάλους κάμποση ώρα. Ύστερα βαρέθηκε. Ανέβηκε στο δωμάτιο του. Αρχισε να ψαχουλεύει τα πράγματά του και το μυαλό του πήδησε στην Κίνα. Ξάπλωσε. Ήθελε να κοιμηθεί, μα δεν μπορούσε. Μόλις έκλεισε τα μάτια του, είδε μπροστά του τον Τε Κουέν με το ξυλοπάπουτσο που σκάλιζε. Είδε το Λη, και την Τη Σουαίην, με μια καλαθούνα ξέχειλη ψάρια. Άνοιξε γρήγορα τα μάτια του, μα δεν ωφελούσε· είχαν κιόλας γεμίσει δάκρυα. Αχ, γιατί γεμίζουνε τα μάτια μας δάκρυα; Γιατί είναι τόσο μακριά το ποτάμι; Γιατί γιορτάζουν έτσι;
Τράβηξε από το μαξιλάρι του τη ζωγραφιά.
Είναι Θεός, λέει... Πήρε ένα μολύβι και ζωγράφισε στον τοίχο ένα μεγάλο δράκο με σκιστά μάτια και ψαλιδωτή ουρά. Του 'φιαξε και μαλλιά. Μακριά και μαύρα, που για να τα χτενίσει θα 'πρεπε σίγουρα να τα βρέξει.
Έβαλε και τις δυο ζωγραφιές κοντά κοντά και βάλθηκε να τις κοιτάζει. Τις κοιτούσε, τις κοιτούσε ώρα πολλή, τόσο, που χάθηκαν και στη θέση τους βγήκανε ψάρια και βγήκε κι ο Τε Κουέν αγριεμένος με το ξυλοπάπουτσο του. Βγήκε κι η Τη Σουαίην θυμωμένη και ξαφνικά ξαναγύρισε ο δράκος κι αγρίεψαν τα μάτια του και πετάχτηκαν φλόγες απ' το στόμα του και κροτάλισε στον αγέρα την τρομερή ουρά του. Ξεφώνισε, ξέφρενος από φόβο. Μα δεν ακούστηκε. Οι μεγάλοι χόρευαν κάτω. Στο λαιμό του τον τσιμπούσε κάτι σκληρό κι ο Τα Κι Κο έκλαιγε και κάτω χόρευαν κι αυτός έκλαιγε... έκλαιγε και ξαφνικά αναπήδησε. Δαγκώθηκε για να κόψει το κλάμα και τσίτωσε τ' αυτί του. Έξω απ' το παράθυρο του κάτι ακουγόταν. Και κάτι άλλο κλαψούριζε εκεί έξω. Σηκώθηκε. Τα πνιγμένα κλάματα έσφιγγαν κύματα κύματα το λαιμό του. Πήγε στο παράθυρο. Κάποιος έκλαιγε στον κήπο. Άνοιξε το παράθυρο. Παγωνιά. Και το αναφιλητό του 'κοβε την ανάσα. Κάτι νιαούριζε. Ένα γατί έκλαιγε. Ο Τα Κι Κο έκλαιγε. Ένα γατί νιαούριζε στον κήπο κάτω απ' το παράθυρο του. Το τρίχωμά του ήταν ίσιο, μαύρο και βρεμένο απ' το μουσκεμένο γρασίδι. Τα μαλλιά του Τα Κι Κο ήταν στεγνά. Τα μάτια του ήταν βρεμένα. Το παράθυρο χαμηλό. Το γατί κλαψούριζε κι ο Τα Κι Κο έκλαιγε και το παράθυρο ήταν χαμηλό.
Πήδησε και το 'φερε μέσα. Έβγαλε τη φανέλα του και το σκούπισε. Το πήρε στο κρεβάτι του, το τύλιξε με την κουβέρτα κι έπαψαν να κλαίνε κι οι δύο. Βολεύτηκε δίπλα στο γατί. Άπλωσε το χέρι του και του 'τρίψε την πλάτη. Το γατί γουργούρισε, μισάνοιξε τα μάτια. Τα μάτια του γατιού ήταν σκιστά. Σκιστά τα μάτια και του δράκου κολλητά στον τοίχο. Το γατί κι ο δράκος. Τα μάτια του γατιού ήταν γλυκά. Τα μάτια του Χριστού ήταν γλυκά. Ο Χριστός και ο δράκος. Το γατί και το χέρι που το χάιδευε. Ο Χριστός κι ο Τα Κι Κο. Η αγάπη κι ο δράκος.
Έτριψε μαλακά το μουσούδι του γατιού κι αυτό του 'γλείψε το χέρι. Άνοιξε ολότελα τα ζεσταμένα μάτια του κι εκεί μέσα ο Τα Κι Κο είδε την Τη Σουαίην να χορεύει και το Λη να ψαρεύει.
Έκλεισε τα μάτια του κι ονειρεύτηκε ένα Χριστό με χρυσαφένιο δέρμα και σκιστά μάτια, κι ένα δράκο να ζεσταίνει με την ανάσα του ένα ξεπαγιασμένο γατί.

5. Nίκος Καζαντζάκης, Μια Κυριακή στην Κνωσό   
Για ν' αλλαξοστρατίσω* το νου μου, την άλλη μέρα, Κυριακή, την ώρα που χτυπούσαν οι καμπάνες κι οι χριστιανοί πήγαιναν στον Αϊ-Μηνά να λειτουργηθούν, κίνησα για άλλο εγώ προσκύνημα, να χαιρετήσω την Άγια Κρήτη, που τα χρόνια εκείνα είχε ξεθαφτεί από τα παμπάλαια χώματα της Κνωσού. [...]
         Δεξόζερβά μου αμπέλια κι ελιές, ακόμα δεν είχαν τρυγήσει, και τα σταφύλια κρέμουνταν βαριά κι ακουμπούσαν στη γης. Μύριζε ο αγέρας συκόφυλλο. Μια γριούλα πέρασε, στάθηκε, ανασήκωσε από το καλάθι που κρατούσε μερικά συκόφυλλα που το σκέπαζαν, διάλεξε και με φίλεψε* δυο σύκα.
         - Με γνωρίζεις, κυρά μου; τη ρώτησα.
         Με κοίταξε ξαφνιασμένη.
         - Όχι, παιδί μου· είναι ανάγκη να σε γνωρίζω για να σε φιλέψω; Άνθρωπος δεν είσαι; Άνθρωπος είμαι κι εγώ· δε φτάνει;
         Γέλασε, ένα δροσερό κοριτσίστικο γέλιο, και τράβηξε το δρόμο της κούτσα κούτσα κατά το Κάστρο.
         Έσταζαν τα δυο σύκα μέλι, ποτέ θαρρώ δε γεύτηκα πιο νόστιμα· τα 'τρωγα και με δρόσιζαν τα λόγια της γριάς· άνθρωπος είσαι, άνθρωπος κι εγώ, φτάνει!
         Ένας ίσκιος έπεσε πλάι στον ίσκιο μου· στράφηκα, ένας φραγκόπαπας. Με κοίταξε, μου χαμογέλασε:
         - Ο αβάς Μυνιέ, μου 'πε και μου 'δωκε το χέρι• θέλετε να μου κάνετε συντροφιά; Δεν ξέρω ελληνικά ·μονάχα αρχαία: Μήνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδω Αχιλήος...
         -...ουλομένην, η μυρι' Αχαιοίς άλγε' έθηκε... εξακολούθησα εγώ.
         Γελάσαμε. Προχωρούσαμε απαγγέλνοντας τους αθάνατους στίχους. Αργότερα έμαθα πως ο αβάς ετούτος που γελούσε κι απάγγελνε, κι ανέμιζαν μια τούφα γκρίζα μαλλιά απάνω από το μέτωπό του, ήταν ξακουστός για την αγιοσύνη του και για την εξυπνάδα· πολλούς μεγάλους άθεους στο Παρίσι τούς είχε φέρει στο δρόμο του Θεού. Σύχναζε στον κόσμο, μιλούσε και χωράτευε με μεγάλες κυράδες, σπίθες πετούσε το μυαλό του, μα πίσω από την παιχνιδιάρα ετούτη σαλευόμενη επιφάνεια υψώνουνταν βράχος ασάλευτος κι απόρθητος ο σταυρωμένος Χριστός. Όχι ο σταυρωμένος, ο αναστημένος Χριστός.


         Έτρεχε ο φύλακας να μας υποδεχτεί και να μας ξηγήσει· ήταν ένας απλοϊκός Κρητικός, με βράκες, με μια μαγκούρα, πρόσχαρος· τον έλεγαν Δαβίδ· τόσα χρόνια φύλακας κι, οδηγός στην Κνωσό, είχε μάθει, πολλά και μιλούσε για το Παλάτι σαν να 'ταν το σπίτι του· και μας υποδέχτηκε σαν νοικοκύρης.
         Πήγε μπροστά, τέντωνε τη μαγκούρα του, μας έδειχνε:
         - Να η μεγάλη βασιλικιά αυλή, 60 μέτρα πλάτος, 29 μάκρος· να οι αποθήκες με τα θεόρατα ξομπλιαστά πιθάρια· εδώ μέσα έβαζε τις σοδειές του ο βασιλιάς και τάιζε το λαό του· βρήκαμε στα πιθάρια κατακάθια από λάδι και κρασί, κουκούτσια από ελιές, κουκάκια, ρεβίθια, σιτάρι, κριθάρι και φακές - όλα είχαν γίνει κάρβουνο από τις πυρκαγιές. [...]
         Ξηγούσα τα λόγια του φύλακα στον αβά, κι αυτός είχε καρφώσει τα μάτια του στα πέτρινα σκαλοπάτια του θεάτρου και θα μάχουνταν να ξαναφέρει στο φως το θεϊκό παιχνίδι.
         Με πήρε από το μπράτσο, προχωρήσαμε.
         - Δύσκολο πολύ, μουρμούρισε, να παίζεις με το Θεό και να μην αιματώνεσαι.
         Σταθήκαμε σε μια τετράγωνη κολόνα από γυαλιστερή γυψόπετρα, που απάνω της ήταν χαραγμένο το ιερό σημάδι, το διπλοπέλεκο. Ο αβάς έσμιξε τα χέρια, λύγισε μια στιγμή το γόνατο και τα χείλια του σάλεψαν, σαν να προσεύχουνταν.
         Ξαφνιάστηκα.
         - Προσεύχεστε; τον ρώτησα.
         - Και βέβαια προσεύχουμαι, μικρέ μου φίλε, μου αποκρίθηκε. Κάθε ράτσα και κάθε εποχή δίνει στο Θεό την εδική της μάσκα· μα πίσω απ' όλες τις μάσκες βρίσκεται, σε όλες τις εποχές και σε όλες τις ράτσες, ο ίδιος πάντα Θεός.
         Σώπασε, και σε λίγο:
         - Εμείς έχουμε το σταυρό ιερό σημάδι, οι πιο παλιοί σου πρόγονοι είχαν το διπλοτσέκουρο· μα πίσω από το σταυρό και το διπλοτσέκουρο ξεκρίνω εγώ και προσκυνώ, αναμερίζοντας τα εφήμερα σύμβολα, τον ίδιο Θεό.
         Ήμουν τότε πολύ νέος, τη μέρα εκείνη δεν κατάλαβα· ύστερα από χρόνια μπόρεσε το μυαλό μου να χωρέσει και να καρπίσει τα λόγια ετούτα· πίσω απ' όλα τα θρησκευτικά σύμβολα άρχισα κι εγώ να διακρίνω το αμετασάλευτο αιώνιο πρόσωπο του Θεού· κι ακόμα αργότερα, όταν παραπλάτυνε ο νους, όταν παραθράσεψε* η καρδιά, άρχισα να διακρίνω και πίσω από το πρόσωπο του Θεού, ένα φοβερό ακατοίκητο σκοτάδι, το χάος. Χωρίς να το θέλει, τη μέρα εκείνη στην Κνωσό, ο άγιος αυτός αβάς μού άνοιξε ένα δρόμο, τον πήρα, μα δε στάθηκα όπου θα 'θελε να σταθώ· εωσφορική περιέργεια με κυρίεψε, προχώρεσα πιο πέρα και βρήκα την άβυσσο.
         Καθίσαμε ανάμεσα σε δυο κολόνες· ο ουρανός ήταν πύρινος κι έλαμπε σαν ατσάλι· γύρα από το Παλάτι, μέσα από τον ελαιώνα, τα τζιτζίκια ξεκούφαιναν τον αέρα· ο φύλακας ακούμπησε στην κολόνα, έβγαλε από τη ζώνη του την καπνοσακούλα κι άρχισε να στρίβει τσιγάρο. Κανένας δε μιλούσε· νιώθαμε πως η στιγμή ετούτη είναι άγια, ο τόπος ετούτος είναι άγιος και μονάχα η σιωπή ταίριαζε. Δυο περιστέρια πέταξαν από πάνω μας και κάθισαν σε μια κολόνα· τα ιερά πουλιά της Μεγάλης Θεάς που λάτρευαν εδώ οι Κρητικοί· άλλοτε τα βλέπουμε να κάθουνται απάνω σε μια κολόνα κι άλλες φορές να τα κρατάει η θεά ανάμεσα στα ξεχειλισμένα γάλα βυζιά της.
         - Τα περιστέρια. είπα σιγά, σαν να φοβόμουν μην ακούσουν τη φωνή μου, σκια- χτούν και φύγουν από την κολόνα.
         Ο αβάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα.
         - Σώπα, είπε.
         Ο νους μου ξεχείλιζε ρωτήματα, δε μίλησα· πέρασαν πάλι από τα μάτια μου οι εξαίσιες τοιχογραφίες -μάτια μεγάλα, μυγδαλάτα, μαύρες πλεξούδες κυματιστές, βαριές κυράδες ανοιχτοστήθες, με χοντρά φιλήδονα χείλια, πουλιά, φασιανοί και πέρδικες, μαϊμούδες γαλάζιες, βασιλόπουλα με φτερά παγονιού στο κεφάλι, άγριοι άγιοι ταύροι, νιούτσικες ιέρειες με τα μπράτσα περιτυλιμένα με ιερά φίδια, γαλάζια αγόρια σε ανθισμένους κήπους- χαρά, δύναμη, πλούτος μεγάλος, ένας κόσμος όλο μυστήριο, μια Ατλαντίδα που πρόβαλε από το βυθό της κρητικιάς γης, μας κοιτάζει με τεράστια μαύρα μάτια, μα τα χείλια της είναι ακόμα σφραγισμένα.
         Τι κόσμος είναι ετούτος, συλλογιζόμουν, πότε θ' ανοίξει τα χείλια του να μιλήσει; Τι άθλους να 'καμαν και τούτοι οι πρόγονοι, απάνω στο χώμα εδώ που πατούμε;
         Η Κρήτη στάθηκε το πρώτο γιοφύρι ανάμεσα Ευρώπης, Ασίας κι Αφρικής· η Κρήτη φωτίστηκε πρώτη σε όλη την κατασκότεινη τότε Ευρώπη. Κι εδώ η ψυχή της Ελλάδας εξετέλεσε τη μοιραία της αποστολή: έφερε το θεό στην κλίμακα του ανθρώπου. Τα τεράστια ασάλευτα αιγυπτιακά ή ασσυριακά αγάλματα έγιναν εδώ, στην Κρήτη, μικρά, χαριτωμένα, το σώμα κινήθηκε, το στόμα χαμογέλασε, και το πρόσωπο και το μπόι του θεού πήρε το πρόσωπο και το μπόι του ανθρώπου. Μια ανθρωπότητα καινούρια έζησε κι έπαιξε στα κρητικά χώματα, πρωτότυπη, διαφορετικιά από τους κατοπινούς Έλληνες, όλο ευκινησία και χάρη κι ανατολίτικη χλιδή.
         Κοίταζα γύρα τους ήμερους χαμηλούς λόφους, τις αριόφυλλες ελιές, ένα λιγνό κυπαρίσσι που αργολύγιζε ανάμεσα στις πέτρες, αφουγκραζόμουν το ανάλαφρο αρμονικό κουδούνισμα από κάποιο αόρατο γιδοκόπαδο, ανάσαινα το μυρωδάτο αέρα που έρχουνταν, καβαλικεύοντας το λόφο, από τη θάλασσα - και θαρρώ πως όλο κι έμπαινε πιο βαθιά μέσα μου και φωτίζουνταν το παμπάλαιο κρητικό μυστικό. Δε νοιάζεται αυτό για τα πέρα της γης προβλήματα, παρά για τα καθημερινά, ακατάπαυτα ανανεούμενα, όλο θερμές λεπτομέρειες προβλήματα της επίγειας ανθρώπινης ζωής.
         - Τι συλλογιέσαι; με ρώτησε ο αβάς.
         - Την Κρήτη... αποκρίθηκα.
         - Κι εγώ την Κρήτη, είπε ο σύντροφός μου· την Κρήτη και την ψυχή μου . Αν ήταν να ξαναγεννηθώ, θα 'θελα να ξαναδώ το φως εδώ στα χώματα ετούτα. Εδώ υπάρχει κάποια μαγεία ακαταμάχητη. Πάμε να φύγουμε.
         Σηκωθήκαμε· ρίξαμε στερνή αργοσάλευτη ματιά στο εξαίσιο όραμα• εγώ θα το ξανάβλεπα, μα ο αβάς αναστέναξε:
         - Ποτέ πια... μουρμούρισε.
         Κούνησε το χέρι του στις κολόνες, στις αυλές, στις τοιχογραφίες.
         - Έχετε γεια, είπε, ένας φραγκόπαπας ήρθε από την άκρα του κόσμου να σας προσκυνήσει, σας προσκύνησε, έχετε γεια!
Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο,
Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.