Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ




Το λεξικό του νερού

Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης
Ύδωρ: Σημάδια του νερού στον τόπο και στο χρόνο.


  • ·       Νερό : υγρό στοιχείο της φύσης άοσμο , άγευστο και άχρωμο.
  • ·       Νεροβάρελο:  βαρέλι όπου μαζεύουν το νερό.
  • ·       Νερόβραστος : 1) για κάτι που το έβρασαν μόνο με νερό χωρίς λάδι ή βούτυρο  2)για κάποιον που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον ή δεν είναι δραστήριος και ενεργητικός.
  • ·       Νεροδεσιά : φράγμα που εμποδίζει την ροή του νερού  να κυλήσει σε άλλο αυλάκι ή την σταματά.
  • ·       Νεροζούμι : νερουλό ή άνοστο φαγητό.
  • ·       Νερόκοτα : είδος υδρόβιου πτηνού.
  • ·       Νεροκουβαλητής : αυτό που προσφέρει τις υπηρεσίες του για να πετύχει κάποιος άλλος στην πολιτική ή άλλη σταδιοδρομία του χωρίς ο ίδιος, φαινομενικά τουλάχιστο, να αποκομίζει κάποιο κέρδος.
  • ·       Νερώνω : αραιώνω κάτι με νερό.
  • ·       Νεροτριβή : κατεργασία χοντρών υφασμάτων με νερό που τρέχει.
  • ·       Νερουλάς : αυτός που κουβαλούσε και μοίραζε νερό στις γειτονιές .
  • ·       Νερουλιάζω : 1) για φαγητά που έβγαλαν περισσότερα νερά από ότι πρέπει 2) για ιστούς του σώματος που χάνουν τη συνεκτικότητά τους.
  • ·       Νερουλός : που είναι πολύ ρευστός σαν νερό.
  • ·       Νεροποντή : δυνατή και συνεχής βροχή.
  • ·       Νεροπότηρο : ποτήρι για νερό.
  • ·       Νεροπούλι : είδος υδρόβιου πτηνού.
  • ·       Νεροπρίονο : πριονοκορδέλα που κινείται με τη δύναμη του νερού.
  • ·       Νεροσυρμή : φυσικό αυλάκι σε κατηφορικό έδαφος όπου κυλάνε τα νερά της βροχής.
  • ·       Νεροφάγωμα : κοιλότητα σε πέτρα ή βράχο που σχηματίζεται καθώς κυλάει το νερό πάνω του.
  • ·       Νεροφίδα : είδος φιδιού που ζει στο νερό.
  • ·       Νερόλακκος : λάκκος γεμάτος νερό.
  • ·       Νερομπογιά : χρώμα που έχουν διαλύσει σε νερό.
  • ·       Νερόμυλος : μύλος που κινείται με τη δύναμη του νερού.
  •  
  • ·       Υδατικός : που αναφέρεται στο νερό.
  • ·       Υδατογραφία : ζωγραφική σε χρώματα διαλυμένα σε νερό.
  • ·       Υδατόπτωση : πτώση από ψηλά μεγάλου όγκου  νερού.
  • ·       Υδατόσημο : σχέδιο το οποίο με ειδική τέχνη αποτυπώνεται στην μάζα του χαρτιού κατά την διάρκεια επεξεργασίας του.
  • ·       Υδατοσφαίριση : είδος αθλήματος ανάλογο μα το ποδόσφαιρο που παίζεται μέσα στο νερό από δύο επταμελείς αντίπαλες ομάδες.
  • ·       Υδάτινος : αυτός που αποτελείται ή παρασκευάζεται από νερό.
  • ·       Υδατοδιαλυτός  : αυτός που διαλύεται στο νερό.
  • ·       Υδατόπτωση : η βροχή η γενικά η πτώση του νερού.
  • ·       Υδατοστεγής : αυτός που απαγορεύει την εισροή νερού.
  • ·       Υδατοφράχτης : σταματάει την ροή του νερού.
  • ·       Υδατοσφαίριση : αγώνας πόλο
  • ·       Υδατόμετρο : μετράει την κατανάλωση νερού συνήθως.
  • ·       Υδραγωγείο : ο χώρος όπου συγκεντρώνεται το νερό και γίνεται η διανομή στα σπίτια.
  • ·       Υδραντλία : η αντλία που τραβάει νερό και το στέλνει όπου θέλουμε.
  • ·       Υδρατμός : βγαίνει όταν βράζουμε το νερό.
  • ·       Υδραυλικός : αυτός που ασχολείται με βλάβες σχετικά με το νερό.
  • ·       Υδροδείκτης : όργανο που δείχνει στοιχεία σχετικά με το νερό.
  • ·       Υδροδιαλυτός : αυτός που διαλύεται στο νερό.
  • ·       Υδροδοχείο : χρησιμεύει για την  αποθήκευση ή μεταφορά νερού.
  • ·       Υδροηλεκτρικός : ο σταθμός που παράγει ρεύμα με την βοήθεια νερού.
  • ·       Υδροκίνητος : αυτός που κινείται με νερό.
  • ·       Υδροληψία : η λήψη νερού για κάποια εξέταση.
  • ·       Υδρόλυση : Η χημική ένωση η οποία γίνεται απαραίτητα με την ύπαρξη νερού.
  • ·       Υδρόμυλος : μύλος που κινείται με νερό.
  • ·       Υδροπλάνο : αεροπλάνο που πετάει πάνω στο νερό.
  • ·       Υδροποσία : όταν πίνουμε νερό.
  • ·       Υδρορροή : τα λούκια συνήθως, που οδηγού τα νερά στην αποχέτευση.
  • ·       Υδροστάθμη : η στάθμη του νερού.
  • ·       Υδροσωλήνας : σωλήνας όπου είναι απαραίτητος για την μεταφορά νερού.
  • ·       Υδρόφιλος : αυτός που του αρέσει το νερό. Μπορεί να είναι λουλούδι, ζώο κ.τ.λ.
  • ·       Υδροφοβία : ο φόβος προς το νερό.
  • ·       Υδροφόρα : όχημα , κατάλληλα διαμορφωμένο για την μεταφορά του νερού.
  • ·       Υδροχλώριο : χημικό στοιχείο.
  • ·       Υδρόχρωμα : χρώμα που περιέχει νερό.
  • ·       Υδρόψυκτος : αυτός που χρειάζεται νερό για να ψυχθεί.
  • ·       Υδροβιότοπος : βιότοπος που βρίσκεται σε νερό.
  • ·       Υδράργυρος : το υγρό μέταλλο που βρίσκεται μέσα στα θερμόμετρα.
  • ·       Υδρόμετρο : το όργανο που μετράει την κατανάλωση νερού στα σπίτια.
  • ·       Υδρογόνο : το χημικό στοιχείο , που μαζί με το οξυγόνο αποτελούν την συστατικά του νερού.
  • ·       Υδρία : αγγεία που έβαζαν οι άνθρωποι νερό.
  • ·       Ενυδρείο : τεχνητός χώρος όπου φιλοξενούνται ψάρια.
  • ·       Λειψυδρία : η έλλειψη νερού για πόση.
  • ·       Αφυδάτωση : η απώλεια νερού ή υγρών από τον οργανισμό.
  • ·       Ενυδάτωση : τεχνητή βοήθεια προς το δέρμα για να παραμείνει υγρό.
  • ·       Υδρόγειος : νερό και γη.
  • ·       Υδροκαλλιέργεια : η χρήση του νερού για την παραγωγή αγαθών, σε συγκεκριμένο χώρο.
  • ·       Άνυδρος : δεν χρειάζεται νερό.
  • ·       Κλεψύδρα : συσκευή για μέτρηση χρόνου.
  • ·       Υδροθεραπεία : θεραπεία μέσα στο νερό.
  • ·       Υδροκέφαλος : αυτό που έχει νερό στο κεφάλι του.
  •  


Εργασία των μαθητριών: Δρίζη Αναστασίας, Κακουλίδου Αλεξάνδρας, Μαγγιρίδου Αναστασίας Ευρώπης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.